υπεράνοσος

υπεράνοσος
-η, -ο, Ν
φρ. «υπεράνοσος ορός»
ιατρ. θεραπευτικός άνοσος ορός με υψηλό τίτλο ανοσοσφαιρινών, ο οποίος λαμβάνεται με υπερανοσοποίηση ενός οργανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. hyperimmune (serum) < hyper- (< υπερ-*) + immune (πρβλ. άνοσος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”